Στιγμιότυπα

Τα στιγμιότυπα μπορεί να σας θυμίζουν κάτι από τη δική σας πραγματικότητα· και αναλογιστείτε ότι κάπου, κάποιος άλλος πέρα από τον δικό σας πολυαγαπημενο εαυτό στέκεται πίσω από μια κάμερα, μπροστά σε μια οθόνη, και σας βλέπει ενώ ψάχνει το δικό του αποτύπωμα.

Στιγμιότυπα, λοιπόν, από την καθημερινότητά μας που πολλές φορές στεκόμαστε και την κάνουμε χάζι ως παρατηρητές της καθώς αυτή τρέχει δίπλα μας και μας προσπερνάει κλείνοντάς μας το μάτι. Άλλες φορές πάλι νιώθουμε ότι η καθημερινότητά μας εισβάλλει στη ζωή μας και μας αποδιοργανώνει, μας μπερδεύει, μας απογοητεύει, μας κάνει άνω κάτω. Και τότε;



—Τι κάνουμε εμείς, οι ασκητές του κοινωνικού βίου (λαμβάνουμε ως δεδομένο ότι ζούμε εντός της αγέλης του άστεως και δεν διάγουμε κοινοβιακό βίο), οι μαραθωνοδρόμοι μεγάλων αποστάσεων; Γιατί είναι μεγάλη η απόσταση που πρέπει να διανύσεις έως ότου δεις το πρώτο σημάδι, έως ότου βεβαιωθείς ότι η διαδρομή είναι ασφαλής και ενδεδειγμένη. Τι κάνουμε εμείς που καιροφυλακτούμε πότε θα αργήσει λίγο ο δάσκαλος που θα πάρει παρουσίες για να τρέξουμε μακριά, μίλια μακριά αν μπορέσουμε, από τους κακούς δαίμονες της «σκλαβιάς» μας;



—Απλά τρέχουμε… θα απαντούσε αυτός που ανυπόμονα θέλει να πάει στο παρακάτω. Κρίμα, δεν έχει τυπωθεί ακόμα λυσάρι που να χαρτογραφεί τις διαδρομές της ζωής ή/και τις στάσεις! Τρέχει όμως αυτός που θέλει να «φάει» τον χρόνο, που δεν του φτάνει το 24ωρο, ένα άλογο κούρσας που φρενάρει μόνο όταν φτάσει σε αδιέξοδο. Φρενάρειειειειειειειειειειει λυσσασμένα γιατί του κόπηκε η φόρα και παίρνει φόρα για να ανέβει κάθετα στον τοίχο!! Ναι, ναι. Μη γελάς. Ο τοίχος είναι το τέλος και η αρχή.



—Ο τοίχος; Όχι το ντιβάνι;



—Όχι, όχι, καλέ μου αναβάτη. Το ντιβάνι έρχεται μετά. Όταν έχει σγρομπαλιάσει από τις κουτουλιές και τις πτώσεις. Τότε αναγκαστικά κάθεσαι και… απολαμβάνεις τις μελανιές και τον πόνο σου. Ε, είδες τι καλά; Όλα έχουν το τίμημά τους.



—Και το κέρδος τους, γιατρέ μου. (Εξακολουθεί να με λέει «γιατρέ μου» ενώ δεν φοράω την άσπρη μου μπλούζα. Την αφήνω για τους εραστές της εξουσίας.)



—Υπάρχει χάπι, γιατρέ μου; Δεν θέλω να πονέσω. Έχω τσακωθεί με τον πόνο. Δεν είμαστε φίλοι πια. Αρκετά. Είναι ψεύτης, κλέφτης, κάθαρμα σωστό. Τον πίστεψα κι αυτός με πρόδωσε. Τα λάφυρα που μου έταξε ότι θα πάρω αν τον αφήσω λίγο να ’ρθει δεν ήρθαν. Αντ’ αυτών, γιατρέ μου, μου πήρε την ικμάδα μου, την ελπίδα μου. Μου φέρθηκε άτιμα. «Δεν είναι δίκαιο».



—Δεν δίνω χάπια, δεν σ’ το είπα, καλέ μου; Μόνο καραμέλες με άρωμα μαστίχας. Και χωρίς ζάχαρη. Εκτός αν θέλεις να βάλεις λίγη εσύ. Για πες μου, λοιπόν, είναι δίκαιο να μου προσδίδεις μια ιδιότητα ενώ δεν την έχω; Να με κηρύσσεις ακούσια «σωτήρα» ενώ εγώ θέλω να χαίρομαι την ταπεινή καταγωγή του homo αμαρτάνοντος…; Να μην μπορώ να χαρώ μια απλή, ανεπιτήδευτη επαφή μαζί σου, μια επαφή χωρίς ρόλους και προσωπεία, χωρίς αναγορεύσεις και διπλώματα, χωρίς μετάλλια και ηχηρούς επαίνους; Μια επαφή καρδιάς;



—Επαφή καρδιάς; Είδε την ταινία του Τούρκου βραβευθέντος με τη Χρυσή Άρκτο, το Μέλι; Έτσι θα ’πρεπε να είναι μια επαφή καρδιάς. Γλυκιά σαν μέλι. Με ροή και ρευστότητα όπως του μελιού. Και χρώμα ζεστό. Μελί. Έτσι θα την περίμενα. Όμως μου βγήκε αλλιώς. Το μόνο που ένιωσα να ρέει ήταν τα δάκρυά μου. Και ήταν αλμυρά. Γι’ αυτή τη σχέση που τελείωσε απροσδόκητα, γι’ αυτά τα μάτια που αναζητούσαν τη χαρά και την ελπίδα και δεν την πήραν, για την αναζήτηση του χαμένου παραδείσου, για τη λύτρωση να ανήκεις, όμοιος με τους άλλους αν και διαφορετικός, στην ομάδα. Μέλι είπες; Ναι, είναι μέλι η σχέση αυτή, η δυαδική. Σε τρέφει και την αναζητάς. Σου κάνει παρέα και σε παρηγορεί. Σου δίνει έρεισμα και άλλοθι. Κι όταν τη χάνεις, τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις. Τρέχεις να πας εκεί που η ψυχή σου μπορεί να ανακουφιστεί. Κοντά της. Και να αποκοιμηθείς «προστατευμένος» γιατί έχεις ακόμα ζωντανή σύνδεση μαζί της.